-
1 νεοκράς
II metaph., newly made,νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν A.Ch. 344
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοκράς
См. также в других словарях:
νεοκράς — νεοκράς, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που αναμίχθηκε μόλις πριν από λίγο («νεοκρᾱτες σπονδαί», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα ή αυτός που απαιτήθηκε πρόσφατα («νεοκρᾱτα φίλον κομίσειεν», Αισχύλ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεοκράς είδος… … Dictionary of Greek